- επανακυκλώ
- ἐπανακυκλῶ, -έω και σπαν. -όω (Α) [κυκλώ]1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι2. επαναλαμβάνω3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επανακύκλησις — ἐπανακύκλησις και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) [επανακυκλώ] περιστροφή κύκλου στον εαυτό του, περιστροφή κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», Πλάτ.) μσν. (για μετεμψύχωση) κύκλος, περιστροφή … Dictionary of Greek